Αθυρόστομη, ψεύτρα, παμπόνηρη, καπάτσα, παθιασμένη στους έρωτές της και παρορμητική μέχρι εκεί που δεν παίρνει, εκ πρώτης όψεως συνιστά έναν χαρακτήρα που δεν μπορεί να περιγράφει και με τα καλύτερα των χρωμάτων. Πολύ όμορφη γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα κι ιδιαίτερα ευφυής ήταν πολύ ερωτεύσιμη και προκαλούσε στους άλλους δυνατά συναισθήματα, όπως δυνατά ήταν και τα δικά της.
Αμέτρητες φορές που μουσικοί (και μιλάμε για τρανταχτά ονόματα) εκμεταλλεύτηκαν την Παπαγιαννοπούλου, παίρνοντας στίχους της και παρουσιάζοντας τους ως δικούς τους, αμέτρητες κι οι φατρίες, οι συμμαχίες κι οι έχθρες σε έναν κατεξοχήν χώρο της τέχνης, όπως η μουσική, που σε καταπόντιζαν τότε με το παραμικρό.
Το γεγονός ότι πολλοί συνθέτες της κράταγαν, όπως λέει, τα γκέμια για να μην ξεφύγει το λεξιλόγιο της πέρα από τα πεπατημένα, καθώς φοβόντουσαν τις εκφράσεις και τις λέξεις που δεν ήταν οικείες και απαιτούσαν γλώσσα καθημερινή. Για αυτό και πολλές φορές της ζητούσαν να αλλάξει στίχους ή τους άλλαζαν εκείνοι! Και η Ευτυχία υπάκουε τις περισσότερες φορές γιατί πουλούσε τους στίχους της, δεν ήθελε πνευματικά δικαιώματα ακόμη κι όταν ήταν επιβεβλημένο κάτι τέτοιο. Δίνοντας τους στίχους έπαιρνε ζεστό χρήμα στα χέρια της και με το χρήμα δεν είχε καθόλου καλή σχέση αφού ότι έπαιρνε το ξόδευε μέσα σε λίγες ώρες. Αν είχε αφεθεί πιο ελεύθερη στον στίχο της, όπως στα ποιήματά της - που έγραψε πριν καταπιαστεί με το τραγούδι - τότε το λεξιλόγιό της θα ήταν ακόμη πιο δυνατό, ακόμη πιο πλούσιο, πιο αντρικό. Γιατί η Παπαγιαννοπούλου δε φοβόταν την πένα και τη γλώσσα της. Αθυρόστομη στην κανονική της ζωή, δυναμίτης στα γραπτά της δε σταματούσε πουθενά-πριν τη σταματήσουν.
Η ίδια είχε αδυναμία στα δημοτικά τραγούδια και γενικά στη δημοτική παράδοση, στον Καββαδία αλλά και στον Κρυστάλλη και στον Βάρναλη. Είχε διαβάσει πολύ ποίηση και αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία, για αυτό κι ο δικός της λόγος ήταν τόσο μεστός.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά ,Τα καβουράκια, Είμαστε αλάνια, Σε τούτο το παλιόσπιτο σε μουσική Τσιτσάνη,
Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες σε μουσική Χιώτη,
Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα, Γυάλινος κόσμος που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό, Στο τραπέζι που τα πίνω, Στου Αποστόλη το κουτούκι, Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι, Όνειρο απατηλό, Μου σπάσανε το μπαγλαμά, Η φαντασία, Ανεμώνα, Αργά είναι πια αργά, Λίγο- λίγο θα με συνηθίσεις, Πήρα από τη νιώτη χρώματα, Σε ένα βράχο φαγωμένο, Αν είναι η αγάπη έγκλημα σε μουσική Καλδάρα,
Η διπρόσωπη, Ένας αητός γκρεμίστηκε σε μουσική Ρεπάνη
Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,
Τι έχει και κλαίει το παιδί σε μουσική Ξαρχάκου
Η Μαλάμω σε μουσική Κραουνάκη
Πετραδάκι, πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου... Τη θυμάμαι πάντοτε, μ' ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως "Σαράντα μέρες και άλλη μια /περπάτησα στην ερημιά", για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο. Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ' το τσιγάρο φωνή της,' "Να 'ταν ο πόνος άνθρωπος / να 'ερχόμαστε στα χέρια", κι εγώ έμεινα απαθής. Και άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δύο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή, επειδή ήμουν σεκλετισμένος: "Πέρασα νύχτα' απ' τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια..."
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι - και αν θα υπήρχε καν διαδρομή - αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την "Άπονη ζωή" και τη "Φτωχολογιά", δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της, να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράστηκε σ' ένα χώρο, όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το "τσατσιλίκι". Πέρασα, από τη μεριά που τη γνώρισα ως την ώρα που μας αποχαιρέτισε από ένα κρεβάτι του "Γενικού Κρατικού", ατέλειωτα "τέρμινα" μαζί της. Την άκουσα να μου απαγγέλλει στίχους, να μου βρίζει συνθέτες και τραγουδιστές, να μου εκθειάζει άλλους - ανάλογες με τα κέφια της και οι βρισιές και οι "θωπείες" - να μου λέει καλαμπούρια, να μου κλαίγεται για τα μπατιριλίκια της. Ποτέ όμως δεν μου είπε ούτε μία λέξη για το μεγάλο πάθος της. Τη χαρτοπαιξία. Το πάθος που την ανάγκασε να δανείζεται - δανεικά και αγύριστα - απ' όλο τον κόσμο και να αδιαφορεί - αυτή, που υπήρξε μια αρχόντισσα - για την αξιοπρέπειά της. Όλα αυτά τα χρόνια, που τη συναντούσα και κουβεντιάζαμε, μου είπε πάρα πολλά για τη ζωή της. Ουδέποτε, όμως, με μια σειρά. Πάντοτε αποσπασματικά. Ευτυχώς, όταν έφευγα από κοντά της και γύριζα στο σπίτι μου, κρατούσα κάποιες σημειώσεις από τις αφηγήσεις της. Χάρη σ' αυτές τις σημειώσεις, μια πολύωρη συνέντευξη που πήρα από την κόρη της, Καίτη Πολυζωγοπούλου, και τις συζητήσεις που είχα με τον αγαπημένο της εγγονό και φίλο μου, τον δικηγόρο Αλέξη Πολυζωγόπουλο, κατάφερα να φτιάξω το πρόπλασμα γι' αυτό το βιβλίο. Δεν άρκεσαν, όμως, αυτά. Χρειάστηκε και έρευνα. Σε ιστορικά, θεατρικά και άλλα βιβλία. Αλλά και σε αφηγήματα και μαρτυρίες από τις Χαμένες Πατρίδες»
Σημείωση: Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία της Παπαγιαννοπούλου σε μεγάλη ηλικία με το χαρακτηριστικό της μαντήλι στο κεφάλι, μαζί με τον Μπιθικώτση που εκτιμούσε αφάνταστα και ο οποίος της στάθηκε καλύτερα από όλους τους ανθρώπους του μουσικού "συναφιού". Πολλά στοιχεία άντλησα από τη Βικιπαίδεια και από μια ειδική έκδοση της Καθημερινής, άρθρο του Δ.Χατζόπουλου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάντε το σχόλιο σας,η άποψή σας ειναι πολύ πολύτιμη γιά εμάς.Σας ευχαριστούμε